Η ελιά και το ελαιόλαδο
Στα προηγούμενα άρθρα μας παρουσιάσαμε τη γαστρονομική παράδοση της Λέσβου έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Πήραμε έτσι μια γεύση από το τραπέζι των κατοίκων της Λέσβου έτσι όπως το έστρωναν από την προϊστορική εποχή, στην αρχαιότητα, στη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή, καθώς και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και αφότου το νησί απελευθερωμένο πλέον ενώθηκε με την Ελλάδα.
Ο αμείλικτος χρόνος, οι ιστορικές συγκυρίες και ο παράγοντας άνθρωπος επηρέασαν τη διατροφική φυσιογνωμία της Λέσβου. Ο κοινός παρονομαστής στις αλλαγές ήταν πάντοτε το ίδιο το νησί, αυτό το παράξενο νησί των αντιθέσεων, της πέτρας και του δάσους, της ελιάς και της θάλασσας.
Φτάνοντας στο παρόν βρίσκουμε τη Λέσβο να είναι ένα νησί που οι ήπιοι τόνοι το χαρακτηρίζουν σε όλους τους τομείς της ζωής. Στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνική ζωή. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια της ελιάς και των κηπευτικών, με την κτηνοτροφία και την αλιεία, αλλά και με επαγγέλματα σχετικά με τον τουρισμό. Υπάρχουν πάντα μεγάλα περιθώρια εκμετάλλευσης των φυσικών δυνατοτήτων που το νησί έχει να προσφέρει και αυτό που πιθανότατα χρειάζεται είναι αλλαγή θεώρησης των πραγμάτων και αξιοποίηση των καινοτομιών.
Το υγρό χρυσάφι
Αν θελήσουμε να δούμε ένα ένα τα πολύτιμα προϊόντα που γεννά η λεσβιακή γη και στα οποία βασίζεται η διατροφή των κατοίκων της, αλλά και η οικονομία του νησιού, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το υγρό χρυσάφι, όπως το αποκάλεσε ο Όμηρος, το ελαιόλαδο δηλαδή.
Το ελαιόλαδο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της περίφημης Μεσογειακής (Ελληνικής) Διατροφής, η οποία σύμφωνα με όλες τις μελέτες συνδέεται με την καλή υγεία και τη μακροζωία. Η διατροφική αξία του είναι υψηλότατη, μια που περιέχει μονοακόρεστα λιπαρά, που βοηθάνε στη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες (αντιοξειδωτικές ουσίες που προστατεύουν τα κύτταρα από τη φθορά) και βιταμίνη Ε που προλαμβάνει την πρόωρη γήρανση και τη νόσο του Alzheimer.
Η Λέσβος και η ελιά είναι έννοιες αξεχώριστες. Το ελαιόλαδο είναι σταθερός σύντροφος των ανθρώπων στις εποχές της ευμάρειας και στις εποχές της ανέχειας και πάντοτε τρέφει, συντηρεί, δίνει ζωή.
Ο αμείλικτος χρόνος, οι ιστορικές συγκυρίες και ο παράγοντας άνθρωπος επηρέασαν τη διατροφική φυσιογνωμία της Λέσβου. Ο κοινός παρονομαστής στις αλλαγές ήταν πάντοτε το ίδιο το νησί, αυτό το παράξενο νησί των αντιθέσεων, της πέτρας και του δάσους, της ελιάς και της θάλασσας.
Φτάνοντας στο παρόν βρίσκουμε τη Λέσβο να είναι ένα νησί που οι ήπιοι τόνοι το χαρακτηρίζουν σε όλους τους τομείς της ζωής. Στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνική ζωή. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια της ελιάς και των κηπευτικών, με την κτηνοτροφία και την αλιεία, αλλά και με επαγγέλματα σχετικά με τον τουρισμό. Υπάρχουν πάντα μεγάλα περιθώρια εκμετάλλευσης των φυσικών δυνατοτήτων που το νησί έχει να προσφέρει και αυτό που πιθανότατα χρειάζεται είναι αλλαγή θεώρησης των πραγμάτων και αξιοποίηση των καινοτομιών.
Το υγρό χρυσάφι
Αν θελήσουμε να δούμε ένα ένα τα πολύτιμα προϊόντα που γεννά η λεσβιακή γη και στα οποία βασίζεται η διατροφή των κατοίκων της, αλλά και η οικονομία του νησιού, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το υγρό χρυσάφι, όπως το αποκάλεσε ο Όμηρος, το ελαιόλαδο δηλαδή.
Το ελαιόλαδο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της περίφημης Μεσογειακής (Ελληνικής) Διατροφής, η οποία σύμφωνα με όλες τις μελέτες συνδέεται με την καλή υγεία και τη μακροζωία. Η διατροφική αξία του είναι υψηλότατη, μια που περιέχει μονοακόρεστα λιπαρά, που βοηθάνε στη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες (αντιοξειδωτικές ουσίες που προστατεύουν τα κύτταρα από τη φθορά) και βιταμίνη Ε που προλαμβάνει την πρόωρη γήρανση και τη νόσο του Alzheimer.
Η Λέσβος και η ελιά είναι έννοιες αξεχώριστες. Το ελαιόλαδο είναι σταθερός σύντροφος των ανθρώπων στις εποχές της ευμάρειας και στις εποχές της ανέχειας και πάντοτε τρέφει, συντηρεί, δίνει ζωή.
Η ελαιοκαλλιέργεια στη Λέσβο το 19o αιώνα
Η αρχή της καλλιέργειας της ελιάς στη λεκάνη της Μεσογείου χάνεται στην αχλύ του χρόνου. Aπολιθώματα φύλλων ηλικίας 50.000-60.000 χρόνων έχουν βρεθεί στη Θήρα. Αντίστοιχα στον προϊστορικό οικισμό της Θερμής Λέσβου βρέθηκε γούρνα με πράσινο πηλό στα τοιχώματά της, στην οποία όπως εκτιμάται συνέθλιβαν τις ελιές για να πάρουν το χυμό τους, το λάδι, ήταν δηλαδή ένα νεολιθικό λιοτρίβι!
Η καλλιέργεια της ελιάς πάντοτε αποτελούσε παράδοση για τους κατοίκους της Λέσβου αλλά τον 19ο αιώνα επεκτάθηκε τόσο, ώσπου κατέληξε να γίνει μονοκαλλιέργεια. Οι παράγοντες που ευνόησαν τη μεγάλη εξάπλωσή της ήταν πολλοί.
Καταρχήν η φυλλοξήρα κατέστρεψε τους αμπελώνες στα μέσα του 19ου αιώνα και στάθηκε αδύνατο να καταπολεμηθεί με την τεχνογνωσία της εποχής. Έτσι οι Λέσβιοι έπρεπε να αντικαταστήσουν τη μοναδική κερδοφόρα καλλιέργεια με κάποια άλλη προκειμένου να επιβιώσουν. Με πολύ αγώνα, σκληρή δουλειά και συνεχή προσπάθεια δημιούργησαν νέους ελαιώνες παλεύοντας με δύσκολους φυσικούς αντιπάλους. Το ανάγλυφο π.χ. του απότομου λεσβιακού εδάφους το αντιμετώπισαν επινοώντας λύσεις, όπως τη δημιουργία σκαλοπατιών (σέτια). Εκεί φύτεψαν τις νεαρές ελιές και με τα ζώα κουβαλούσαν το πολύτιμο νεράκι για να τις ποτίσουν το καλοκαίρι. Χάρη σε τέτοια επιμονή κι υπομονή η ελαιοκαλλιέργεια στη Λέσβο επεκτάθηκε και βοήθησε στην οικονομική άνθιση του νησιού.
Κατά δεύτερον, το οικονομικό πλαίσιο άλλαξε ευνοώντας την αλυσιδωτή εκβιομηχάνιση της Λέσβου. Η οικονομία του νησιού, μέχρι τότε κλειστή αγροτική, έκανε ένα μεγάλο άνοιγμα στις διεθνείς αγορές χάρη στις φιλελεύθερες αλλαγές που εφαρμόστηκαν στο διοικητικό οθωμανικό σύστημα. Επιπλέον τα ναυτικά, αλλά και τα τεχνικά - οικοδομικά επαγγέλματα και βεβαίως και το εμπόριο γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση και έφεραν οικονομική και ανανεωτική ανάσα στο νησί.
Σε ένα τέτοιο θετικό πλαίσιο η ελαιοκαλλιέργεια επεκτείνεται και η μεταποιητική βιομηχανία στη Λέσβο αναπτύσσεται ταχύτατα αξιοποιώντας τις τελευταίες καινοτόμες τεχνολογικές εξελίξεις. Τα ελαιοτριβεία μέχρι το 1880 λειτουργούσαν χειροκίνητα ή ζωοκίνητα και στους «κιρχανέδες» (μικροί βοηθητικοί χώροι μέσα στο ελαιοτριβείο) γινόταν η σαπωνοποίηση. Το σαπούνι ως παράγωγο της ελαιουργίας φτιαχνόταν τους καλοκαιρινούς μήνες από τα λάδια που είχαν μείνει απούλητα ή ήταν ακατάλληλα προς βρώση. Με τον εκσυγχρονισμό των ελαιοτριβείων η παραγωγή λαδιού γινόταν πλέον με ψυχρή έκθλιψη και τότε δημιουργήθηκαν τα πυρηνεργοστάσια που κατεργάζονταν τα αποβαλλόμενα συνθλίμματα του ελαιοτριβείου. Με τη σειρά τους κατασκευάστηκαν τα σαπωνοποιεία που αξιοποιούσαν το πυρηνέλαιο, από το οποίο έφτιαχναν πράσινο σαπούνι.
Την αλματώδη αυτή βιομηχανική ανάπτυξη, που ξεκίνησε εκ του μηδενός, δεν στάθηκαν ικανές να σταματήσουν ούτε και οι φυσικές καταστροφές. Η φοβερή παγωνιά το 1850, που έμεινε γνωστή ως «Η Μεγάλη Καμάδα» και ξέρανε τα περισσότερα δέντρα του νησιού, ανέκοψε κάπως την πρόοδο, χωρίς ωστόσο να τη σταματήσει.
Έτσι η Λέσβος είναι η πρώτη ελαιοφόρα περιοχή της Ελλάδας που είχε συστηματική βιομηχανική παραγωγή πριν από την απελευθέρωσή της και έκανε εξαγωγές ελαιολάδου. Στα 1890 η ετήσια παραγωγή ελαιολάδου ανερχόταν στους 17.000 τόνους εκ των οποίων το 1/3 προοριζόταν για εξαγωγή. Η ετήσια δε παραγωγή σαπουνιού ανέρχεται στα 11.500.000 κιλά το 1891. Χάρη στην ελιά λοιπόν και στα παράγωγά της ο 20ος αιώνας βρίσκει τη Λέσβο σε μεγάλη ακμή κι ευημερία.
Η αρχή της καλλιέργειας της ελιάς στη λεκάνη της Μεσογείου χάνεται στην αχλύ του χρόνου. Aπολιθώματα φύλλων ηλικίας 50.000-60.000 χρόνων έχουν βρεθεί στη Θήρα. Αντίστοιχα στον προϊστορικό οικισμό της Θερμής Λέσβου βρέθηκε γούρνα με πράσινο πηλό στα τοιχώματά της, στην οποία όπως εκτιμάται συνέθλιβαν τις ελιές για να πάρουν το χυμό τους, το λάδι, ήταν δηλαδή ένα νεολιθικό λιοτρίβι!
Η καλλιέργεια της ελιάς πάντοτε αποτελούσε παράδοση για τους κατοίκους της Λέσβου αλλά τον 19ο αιώνα επεκτάθηκε τόσο, ώσπου κατέληξε να γίνει μονοκαλλιέργεια. Οι παράγοντες που ευνόησαν τη μεγάλη εξάπλωσή της ήταν πολλοί.
Καταρχήν η φυλλοξήρα κατέστρεψε τους αμπελώνες στα μέσα του 19ου αιώνα και στάθηκε αδύνατο να καταπολεμηθεί με την τεχνογνωσία της εποχής. Έτσι οι Λέσβιοι έπρεπε να αντικαταστήσουν τη μοναδική κερδοφόρα καλλιέργεια με κάποια άλλη προκειμένου να επιβιώσουν. Με πολύ αγώνα, σκληρή δουλειά και συνεχή προσπάθεια δημιούργησαν νέους ελαιώνες παλεύοντας με δύσκολους φυσικούς αντιπάλους. Το ανάγλυφο π.χ. του απότομου λεσβιακού εδάφους το αντιμετώπισαν επινοώντας λύσεις, όπως τη δημιουργία σκαλοπατιών (σέτια). Εκεί φύτεψαν τις νεαρές ελιές και με τα ζώα κουβαλούσαν το πολύτιμο νεράκι για να τις ποτίσουν το καλοκαίρι. Χάρη σε τέτοια επιμονή κι υπομονή η ελαιοκαλλιέργεια στη Λέσβο επεκτάθηκε και βοήθησε στην οικονομική άνθιση του νησιού.
Κατά δεύτερον, το οικονομικό πλαίσιο άλλαξε ευνοώντας την αλυσιδωτή εκβιομηχάνιση της Λέσβου. Η οικονομία του νησιού, μέχρι τότε κλειστή αγροτική, έκανε ένα μεγάλο άνοιγμα στις διεθνείς αγορές χάρη στις φιλελεύθερες αλλαγές που εφαρμόστηκαν στο διοικητικό οθωμανικό σύστημα. Επιπλέον τα ναυτικά, αλλά και τα τεχνικά - οικοδομικά επαγγέλματα και βεβαίως και το εμπόριο γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση και έφεραν οικονομική και ανανεωτική ανάσα στο νησί.
Σε ένα τέτοιο θετικό πλαίσιο η ελαιοκαλλιέργεια επεκτείνεται και η μεταποιητική βιομηχανία στη Λέσβο αναπτύσσεται ταχύτατα αξιοποιώντας τις τελευταίες καινοτόμες τεχνολογικές εξελίξεις. Τα ελαιοτριβεία μέχρι το 1880 λειτουργούσαν χειροκίνητα ή ζωοκίνητα και στους «κιρχανέδες» (μικροί βοηθητικοί χώροι μέσα στο ελαιοτριβείο) γινόταν η σαπωνοποίηση. Το σαπούνι ως παράγωγο της ελαιουργίας φτιαχνόταν τους καλοκαιρινούς μήνες από τα λάδια που είχαν μείνει απούλητα ή ήταν ακατάλληλα προς βρώση. Με τον εκσυγχρονισμό των ελαιοτριβείων η παραγωγή λαδιού γινόταν πλέον με ψυχρή έκθλιψη και τότε δημιουργήθηκαν τα πυρηνεργοστάσια που κατεργάζονταν τα αποβαλλόμενα συνθλίμματα του ελαιοτριβείου. Με τη σειρά τους κατασκευάστηκαν τα σαπωνοποιεία που αξιοποιούσαν το πυρηνέλαιο, από το οποίο έφτιαχναν πράσινο σαπούνι.
Την αλματώδη αυτή βιομηχανική ανάπτυξη, που ξεκίνησε εκ του μηδενός, δεν στάθηκαν ικανές να σταματήσουν ούτε και οι φυσικές καταστροφές. Η φοβερή παγωνιά το 1850, που έμεινε γνωστή ως «Η Μεγάλη Καμάδα» και ξέρανε τα περισσότερα δέντρα του νησιού, ανέκοψε κάπως την πρόοδο, χωρίς ωστόσο να τη σταματήσει.
Έτσι η Λέσβος είναι η πρώτη ελαιοφόρα περιοχή της Ελλάδας που είχε συστηματική βιομηχανική παραγωγή πριν από την απελευθέρωσή της και έκανε εξαγωγές ελαιολάδου. Στα 1890 η ετήσια παραγωγή ελαιολάδου ανερχόταν στους 17.000 τόνους εκ των οποίων το 1/3 προοριζόταν για εξαγωγή. Η ετήσια δε παραγωγή σαπουνιού ανέρχεται στα 11.500.000 κιλά το 1891. Χάρη στην ελιά λοιπόν και στα παράγωγά της ο 20ος αιώνας βρίσκει τη Λέσβο σε μεγάλη ακμή κι ευημερία.
Η ελαιοπαραγωγή στη Λέσβο σήμερα
Κι αφού αρχίσαμε με τους αριθμούς, που δεν ψεύδονται, ας αναφέρουμε ότι σήμερα στο νησί καλλιεργούνται 11.000.0000 ελαιόδεντρα που καλύπτουν το 79% του καλλιεργήσιμου εδάφους του. Η τωρινή ετήσια παραγωγή ελαιολάδου στη Λέσβο κυμαίνεται ανάμεσα στους 20 – 30.000 τόνους λάδι, ενώ στο νησί λειτουργούν γύρω στα 70 ελαιοτριβεία. Η παραγωγή του ελαιόλαδου γίνεται κυρίως από μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι εξαιτίας της δύσκολης πρόσβασης στους ελαιώνες μαζεύουν τις ελιές με το χέρι ή τις ραβδίζουν με την τέμπλα (ραβδί), γεγονός που αντανακλά στη εξαιρετική ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Οι κύριες ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται στο νησί είναι:
α) Η Βαλανολιά ή Μυτιληνιά ή Κολοβή με μακρουλό σχήμα και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λάδι (25-30%). Η ποικιλία αυτή δίνει εξαιρετική βρώσιμη ελιά.
β) Η Αδραμυττιανή ή Αϊβαλιώτικη που προέρχεται από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, εντοπίζεται κυρίως στην επαρχία της Μυτιλήνης και δίνει λεπτό στη γεύση λάδι.
γ)Η Ρουπάδα ή Λαδολιά που συνήθως τρώγεται όπως είναι ή παστώνεται με αλάτι.
Το μυτιληνιό ελαιόλαδο σήμερα το απολαμβάνουν σε πολλές χώρες του εξωτερικού, από όπου αποσπά πολλά βραβεία, αφού η ΛΕΣΕΛ (Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου) είναι η 2η εξαγωγική δύναμη στη χώρα!
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ και το πρωτότυπο γλυκό κουταλιού ελιά που έφτιαξε ο Αγροτοτουριστικός Συνεταιρισμός Γυναικών Μεσοτόπου Λέσβου, για το οποίο βραβεύτηκε εντός και εκτός συνόρων.
Μουσεία στη Λέσβο για την ελιά και το ελαιόλαδο
Στη Λέσβο με την φρενήρη ελαιοκομική δραστηριότητα φυσικά υπάρχουν μουσεία αφιερωμένα στην ελιά και το χυμό της. Όπως εξάλλου είναι αυτονόητο τα μουσεία αυτά στεγάζονται σε παροπλισμένα ελαιοτριβεία του περασμένου αιώνα.
Έτσι μπορεί κανείς να επισκεφθεί το Ελαιοτριβείο – Μουσείο Βρανά, που υπήρξε ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια της Λέσβου και του Αιγαίου. Κτίστηκε το 1887 από τον Νικόλαο Βρανά -τον παππού του Οδυσσέα Ελύτη- στον Παπάδο της Γέρας, μιας περιοχής με μακραίωνη ελαιοκομική παράδοση, και λειτούργησε ως τις αρχές του -70. Τώρα, αφού αναστηλώθηκε από την πολιτιστική εταιρεία «Αρχιπέλαγος», ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στο σημαντικό για την εποχή του βιομηχανικό συγκρότημα και στην κύρια αίθουσα και να δει πώς γινόταν η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου, η συμπίεση του ελαιοπολτού και ο διαχωρισμός του λαδιού από το νερό.
Επίσης στην Αγ. Παρασκευή Λέσβου το παλιό κοινοτικό ελαιοτριβείο μετατράπηκε από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς σε Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας. Το Μουσείο Ελιάς, όπως απλά ονομάζεται, επιδιώκει να προβάλει τη βιομηχανική κληρονομιά, τόσο στον τομέα της ελαιουργίας όσο και στο ευρύτερο πεδίο της τεχνολογίας. Έτσι παρουσιάζεται η εξέλιξη των μηχανημάτων, με έμφαση στις αλλαγές που επέφερε η εισαγωγή της μηχανικής κίνησης στην ελαιοπαραγωγή.
Και τέλος στο Νεοχώρι (Μπορός) το ελαιοτριβείο των αδελφών Μαραγγέλη χτισμένο στα 1909, αγοράστηκε από την κοινότητα Νεοχωρίου με προτροπή του τότε Νομάρχη Λέσβου Νίκου Σηφουνάκη προκειμένου να γίνει μουσείο. ¨Έγινε αποκατάσταση του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου και είναι επισκέψιμο για το κοινό.
Κι αφού αρχίσαμε με τους αριθμούς, που δεν ψεύδονται, ας αναφέρουμε ότι σήμερα στο νησί καλλιεργούνται 11.000.0000 ελαιόδεντρα που καλύπτουν το 79% του καλλιεργήσιμου εδάφους του. Η τωρινή ετήσια παραγωγή ελαιολάδου στη Λέσβο κυμαίνεται ανάμεσα στους 20 – 30.000 τόνους λάδι, ενώ στο νησί λειτουργούν γύρω στα 70 ελαιοτριβεία. Η παραγωγή του ελαιόλαδου γίνεται κυρίως από μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι εξαιτίας της δύσκολης πρόσβασης στους ελαιώνες μαζεύουν τις ελιές με το χέρι ή τις ραβδίζουν με την τέμπλα (ραβδί), γεγονός που αντανακλά στη εξαιρετική ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Οι κύριες ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται στο νησί είναι:
α) Η Βαλανολιά ή Μυτιληνιά ή Κολοβή με μακρουλό σχήμα και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λάδι (25-30%). Η ποικιλία αυτή δίνει εξαιρετική βρώσιμη ελιά.
β) Η Αδραμυττιανή ή Αϊβαλιώτικη που προέρχεται από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, εντοπίζεται κυρίως στην επαρχία της Μυτιλήνης και δίνει λεπτό στη γεύση λάδι.
γ)Η Ρουπάδα ή Λαδολιά που συνήθως τρώγεται όπως είναι ή παστώνεται με αλάτι.
Το μυτιληνιό ελαιόλαδο σήμερα το απολαμβάνουν σε πολλές χώρες του εξωτερικού, από όπου αποσπά πολλά βραβεία, αφού η ΛΕΣΕΛ (Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου) είναι η 2η εξαγωγική δύναμη στη χώρα!
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ και το πρωτότυπο γλυκό κουταλιού ελιά που έφτιαξε ο Αγροτοτουριστικός Συνεταιρισμός Γυναικών Μεσοτόπου Λέσβου, για το οποίο βραβεύτηκε εντός και εκτός συνόρων.
Μουσεία στη Λέσβο για την ελιά και το ελαιόλαδο
Στη Λέσβο με την φρενήρη ελαιοκομική δραστηριότητα φυσικά υπάρχουν μουσεία αφιερωμένα στην ελιά και το χυμό της. Όπως εξάλλου είναι αυτονόητο τα μουσεία αυτά στεγάζονται σε παροπλισμένα ελαιοτριβεία του περασμένου αιώνα.
Έτσι μπορεί κανείς να επισκεφθεί το Ελαιοτριβείο – Μουσείο Βρανά, που υπήρξε ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια της Λέσβου και του Αιγαίου. Κτίστηκε το 1887 από τον Νικόλαο Βρανά -τον παππού του Οδυσσέα Ελύτη- στον Παπάδο της Γέρας, μιας περιοχής με μακραίωνη ελαιοκομική παράδοση, και λειτούργησε ως τις αρχές του -70. Τώρα, αφού αναστηλώθηκε από την πολιτιστική εταιρεία «Αρχιπέλαγος», ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στο σημαντικό για την εποχή του βιομηχανικό συγκρότημα και στην κύρια αίθουσα και να δει πώς γινόταν η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου, η συμπίεση του ελαιοπολτού και ο διαχωρισμός του λαδιού από το νερό.
Επίσης στην Αγ. Παρασκευή Λέσβου το παλιό κοινοτικό ελαιοτριβείο μετατράπηκε από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς σε Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας. Το Μουσείο Ελιάς, όπως απλά ονομάζεται, επιδιώκει να προβάλει τη βιομηχανική κληρονομιά, τόσο στον τομέα της ελαιουργίας όσο και στο ευρύτερο πεδίο της τεχνολογίας. Έτσι παρουσιάζεται η εξέλιξη των μηχανημάτων, με έμφαση στις αλλαγές που επέφερε η εισαγωγή της μηχανικής κίνησης στην ελαιοπαραγωγή.
Και τέλος στο Νεοχώρι (Μπορός) το ελαιοτριβείο των αδελφών Μαραγγέλη χτισμένο στα 1909, αγοράστηκε από την κοινότητα Νεοχωρίου με προτροπή του τότε Νομάρχη Λέσβου Νίκου Σηφουνάκη προκειμένου να γίνει μουσείο. ¨Έγινε αποκατάσταση του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου και είναι επισκέψιμο για το κοινό.
Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτω ένα έξοχο απόσπασμα του Μυτιληνιού συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη:
«Απ’ τους βασανισμένους κορμούς των ελιών, ξεπετιέται η ιστορία του νησιού μας. Οι ελιές είναι φορτωμένες με δικές μας, ανθρώπινες φωνές. Πατρίδα είναι η ελιά που φρόντισες, που ανάστησες, με τα χέρια σου, για τα παιδιά σου. Για τη συνέχεια της γενιάς, που φέρνει το όνομά σου. Ο ίδιος είσαι το λιόδεντρο».
Φωτό: Παναγιώτης Κουτσκουδής